- ελληνογαλλικός
- -ή, -ό1. ο ελληνικός και ο γαλλικός ταυτόχρονα, ο γαλλοελληνικός.2. φρ., «ελληνογαλλικό λεξικό», λεξικό της ελληνικής γλώσσας με ερμηνεύματα στη γαλλική (σε αντίθεση με το γαλλοελληνικό λεξικό).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.